αποκαΐδι

αποκαΐδι
το
-ϊδιού, απομεινάρι καύσης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αποκαΐδι — το [αποκαίω] απομεινάρι του δαυλιού, μισοκαμένο ξύλο …   Dictionary of Greek

  • απόκαμα — το (AM ἀπόκαυμα) το αποκαΐδι* αρχ. μσν. 1. το έγκαυμα 2. η χιονίστρα …   Dictionary of Greek

  • απόκαφτρο — το 1. το αποκαΐδι*. 2. η κάφτρα του φιτιλιού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”